- ολοζώντανος
- η , ο полный жизни; живой, яркий;
ολοζώντανη περιγραφή — живое, яркое описание;
§ ολοζώντανα ψάρια — живая рыба;
ολοζώντανο κρέας — парное, свежее мясо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολοζώντανη περιγραφή — живое, яркое описание;
§ ολοζώντανα ψάρια — живая рыба;
ολοζώντανο κρέας — парное, свежее мясо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολοζώντανος — η, ο 1. επιτατικό του ζωντανός. 2. μτφ., ο γεμάτος ζωτικότητα, δραστήριος, έξυπνος, ζωηρός, έντονος: Είναι ακόμη δραστήριος, ολοζώντανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολοζώντανος — η, ο 1. γεμάτος ζωή και δράση, ζωντανός, έμψυχος 2. γεμάτος ζωτικότητα, γεμάτος ζωντάνια, δραστήριος 3. (για κρέας ή ψάρι) πολύ φρέσκος, νωπός. επίρρ... ολοζώντανα όλο ζωντάνια … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
σπαρταριστός — ή, ό 1. εκείνος που σπαρταράει. 2. αυτός που αναπαρασταίνεται ζωηρά, ολοζώντανος: Στις σελίδες αυτού του βιβλίου βρίσκει κανείς σπαρταριστές περιγραφές της θάλασσας. 3. «σπαρταριστά ψάρια», φρέσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)